Στο εικοστό πέμπτο ανάθεμα που έριξε στον ανεμιστήρα που βούιζε πλάι του, κατάλαβε οτι
κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Αύγουστος είχε ήδη μπει. Βέβαια αν δεν ήταν οι καθημερινές πορείες των κολιών με την κλασσική πια ιαχή-σύνθημα "Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του", μπορεί και να μην το είχε πάρει χαμπάρι. Ευτυχώς που το γραφείο του είχε ελλειπή ηχομόνωση, γιατί αλλιώς θα πίστευε ακόμα οτι ο καταραμένος Καίσαρας (που φορούσε σανδάλια γιατί ήταν Ιούλιος) αποφάσισε να γίνει ο μήνας της μαρμότας με αυτόν πρωταγωνιστή. Σε δεύτερους ρόλους θα ήταν το αφεντικό του και η σπαστική γραμματέας του, αποδεικνύοντας οτι η Κόλαση δεν βρίσκεται στη μετά θάνατον ζωή, αλλά στο ωράριο 9-3.
Ήταν ο τελευταίος των παραθεριστών. Κι αντί να τινάξει ατίθασα πίσω τη χωρίστρα του και να επιβεβαιώσει τον τίτλο του προλαβαίνοντας το καράβι για Αστυπάλαια την ώρα που θα έλυνε από το λιμάνι, προτίμησε να μείνει στην πόλη και να χτυπάει σφραγίδες με εθνόσημα σε ασπρόμαυρα χαρτιά.
Κάπως όμως έπρεπε να σπάσει αυτή την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα. Έτσι αποφάσισε να συντάξει μερικές οδηγίες για όσους -από γκαντεμιά ή υπερβάλλοντα ζήλο- θα έπεφταν στη δική του θέση κάπου, κάποτε, μέσα στον χωροχρόνο. Έκανε πέρα τη σφραγίδα και μια-μια οι φράσεις άρχισαν να σχηματίζουν ένα πυργάκι jenga μέσα στο μυαλό του. Σκέφτηκε για λίγο κι έπειτα έγραψε:
-
"Μήπως θα μπορούσες να..."Ατάκα ειπωμένη συνήθως από ιεραρχικά ανώτερο σε χώρο εργασίας. Ουσιαστικά αποτελεί το "ευγενικό" κάλυμμα μιας προσταγής για κάτι που, είτε δεν είναι στις αρμοδιότητές σου, είτε είναι πολύ ζόρι για να το κάνει κάποιος άλλος. Φυσικά και θα ήθελες πάρα πολύ να απαντήσεις "όχι!" και το θέμα να λήξει εκεί, αλλά σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, αν το κάνεις αυτό σχεδόν αμέσως θα βρεθεί και ένα πρόθυμο χέρι να σου δείξει την πόρτα. Πρέπει πάντως να παραδεχτούμε πως αν κάποιος δεν έχει μηχανάκι, αυτοκίνητο ή οτιδήποτε σχετικό, γλιτώνει από μπόλικες τέτοιες "παρακλήσεις".
- (με έναν χαμηλόφωνο αναστεναγμό -ντεμέκ απελπισίας- στην αρχή της πρότασης)
"Αχ, και τώρα ποιος θα πάει να..."Αν η συνέχεια της πρότασης ήταν "να γαμηθεί", θα μπορούσα άνετα να υποδείξω αρκετά άτομα. Δυστυχώς όμως, όταν το αίτημα αφορά κάποια χαμαλοδουλειά, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να περιμένεις την (αναπόφευκτη) στιγμή που κάποιος θα υποδείξει εσένα.
-
"Ποιος άφησε τα τασάκια γεμάτα / τα ποτήρια άπλυτα / την καφετιέρα ανοιχτή?" (και τα λοιπά)
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ποσώς ενδιαφέρει τον ομιλών ποιος έκανε τι. Απλώς ψάχνει κάποιον να τα μαζέψει. Τρέχα χαμάλη.
-
"Μιας και πας έξω, πάρε μου μια τυρόπιτα / ένα πακέτο τσιγάρα/ τα ψώνια από το μπακάλη / το παιδί μου από το σχολείο" (και πάει λέγοντας)
Αρχικά, το ζήτημα δεν είναι τόσο το τι θα σου ζητήσει ο συνάδελφος, γιατί στην τελική άνθρωποι είμαστε και όλοι ξεμείναμε κάποτε από τσιγάρα εν ώρα εργασίας, αλλά το de facto ύφος που το "παρακαλώ" του περισσεύει, λες και είσαι υποχρεωμένος να του κάνεις τον υπηρέτη. Επιπλέον, είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο πως μόλις ακουστεί η πρώτη τέτοια ατάκα, θα στην πέσουν και οι υπόλοιποι, με διαφορετικά αιτήματα ο καθένας –αλλά σταθερά το ίδιο ύφος. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει βέβαια να γίνει και στις εξωφρενικότερες απαιτήσεις, που τις συνειδητοποιείς όταν περιμένεις δυο ώρες στην ουρά της εφορίας για ένα χαρτόσημο ή κανακεύεις ένα κακομαθημένο επτάχρονο, ενώ θα έπρεπε να είχες σχολάσει εδώ και τρεις ώρες.
-
"Μιας και πας έξω, τρέχα και εκεί.. και εκεί.. και εκεί.."Κατά βάθος, το αφεντικό σου είναι ένας άλλος Αϊνστάιν που ψάχνει τη μυστική φόρμουλα για να αλλοιώσει το χρόνο. Ένα από τα φανταστικά του πειράματα είναι να καταφέρει να πραγματοποιήσει όλες τις δουλειές της μέρας, μαζεμένες, στο λιγότερο δυνατό χρόνο. Έτσι, με εσένα στο ρόλο του πειραματόζωου, βάζει μπρος το πείραμα. Και το ξινισμένο "άργησες…" που θα σου πει οπωσδήποτε όταν γυρίσεις, δεν θα το πει για κακό. Απλά προσπαθεί να πείσει -ανεπιτυχώς- τον εαυτό του ότι δεν έχει για υπάλληλο τον Φλας Γκόρντον. Δείξε του κατανόηση.
----
Ζέστη VS
Τελευταίος σημειώσατε 1. Το πυργάκι jenga από αόρατες σκέψεις κατέρρευσε σιωπηλά, ενώ ο ανεμιστήρας άφηνε την τελευταία του πνοή. Ίσως έφταιγαν τα μαγνητικά κύματα που εξέπεμπε το αφεντικό του μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Τον έστειλε στο φούρνο για μίλκο και τυροπιτάκια. Καθώς προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό, ο
Τελευταίος αποφάσισε να μετρήσει τα ψιλά του.
Ίσα ίσα του έφταναν για ένα κουλούρι.
"Δε γαμιέται", σκέφτηκε. "Όταν κάνουν ξανά πορεία οι κολιοί, θα κατέβω από το γραφείο και θα τους ακολουθήσω. Ποιος ξέρει, ίσως να τους πείσω να με πάρουν μαζί τους στο τέλος"